- προ-οχή
προ-οχή, ἡ, hervorragender Ort, Vorsprung, Pol. 4, 43, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-οχή, ἡ, hervorragender Ort, Vorsprung, Pol. 4, 43, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek