- γερωσία
γερωσία, ἡ, od. γερωχία, γερωΐα, Ar. Lys. 980, laconisch, = γερουσία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γερωσία, ἡ, od. γερωχία, γερωΐα, Ar. Lys. 980, laconisch, = γερουσία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γερωΐα — γερωΐα, η (Α) λακων. γερουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερωhία, άλλος τ. τού γερωχία που απαντά στον Αριστοφάνη. Ο τ. γερωhία εμφανίζει προβλήματα αφ ενός λόγω τής σπάνιας τροπής τού h σε χ (γερωχία), αφ ετέρου λόγω τής συριστικοποίησης τού τ (γερωhία < … Dictionary of Greek