- κιρσοῦμαι
κιρσοῦμαι, zu einem Aderbruch werden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρσοῦμαι, zu einem Aderbruch werden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποκιρσώ — όω, Α (συν. το παθ.) ὑποκιρσοῡμαι, όομαι (για φλέβα) είμαι εξοιδημένος, είμαι πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιρσοῦμαι (< κιρσός)] … Dictionary of Greek