- κιρσο-κήλη
κιρσο-κήλη, ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρσο-κήλη, ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] … Dictionary of Greek
υδροκήλη — η / ὑδροκήλη, ΝΑ ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα τού ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα τού όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη)] … Dictionary of Greek