γνύθος, ὁ, Grube, Vertiefung, Lycophr. 485; Hesych. hat v. l. γνάϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνύθος — pit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγνυθα — Α επίρρ. στάση πένθους ή περίσκεψης με το πιγούνι στηριγμένο στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γνύθος «κοίλωμα» + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek