καύλινος

καύλινος

καύλινος, aus dem Stengel gemacht, δόρυ Luc. V. H. 1, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καύλινος — καύλινος, ίνη, ο ν (Α) [καυλός] ο κατασκευασμένος από βλαστό (δόρασι... καυλίνοις τοῑς ἀπὸ τῶν ἀσπαράγγων» δόρατα από κοτσάνια σπαραγγιού, Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • καυλίνοις — καύλινος made of a stalk masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • καυλίναι — καυλίνᾱͅ , καύλινος made of a stalk fem dat sg (doric aeolic) καυλίνης a kind of masc nom/voc pl καυλίνᾱͅ , καυλίνης a kind of masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”