- ζαφελός
ζαφελός, heftig, πῦρ, Nic. Al. 568, von Schneider aus mss. hergestellt, v. l. ζαφλεγός. S. das Folgde u. vgl. ἐπιζάφελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαφελός, heftig, πῦρ, Nic. Al. 568, von Schneider aus mss. hergestellt, v. l. ζαφλεγός. S. das Folgde u. vgl. ἐπιζάφελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] … Dictionary of Greek
ζάφελος — tenderly reared masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφέλως — ζάφελος tenderly reared adverbial ζάφελος tenderly reared masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαφέλων — ζάφελος tenderly reared masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας … Dictionary of Greek
επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… … Dictionary of Greek