ζα-φεγγής

ζα-φεγγής

ζα-φεγγής, ές, sehr leuchtend, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· …   Dictionary of Greek

  • ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”