καυτήριον

καυτήριον

καυτήριον, τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν ἔνδον ὥςπερ καυτήριά τινα προςῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυτήριον — branding iron neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίοις — καυτήριον branding iron neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίου — καυτήριον branding iron neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίων — καυτήριον branding iron neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίῳ — καυτήριον branding iron neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήρια — καυτήριον branding iron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • cauterio — (Del lat. cauterium < gr. kauterion.) ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de un tejido. 2 Aplicación de un remedio para corregir o evitar un mal o problema social. 3 MEDICINA Instrumento o sustancia usados en cirugía para eliminar… …   Enciclopedia Universal

  • termocauterio — ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de una herida o de dos tejidos mediante la aplicación de calor. 2 MEDICINA Aparato que se usa para termocauterizar. * * * termocauterio (de «termo » y «cauterio») m. Utensilio para cauterizar de… …   Enciclopedia Universal

  • καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίδιον — καυτηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυτήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”