καυτήριον — branding iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηρίοις — καυτήριον branding iron neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηρίου — καυτήριον branding iron neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηρίων — καυτήριον branding iron neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηρίῳ — καυτήριον branding iron neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτήρια — καυτήριον branding iron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… … Dictionary of Greek
cauterio — (Del lat. cauterium < gr. kauterion.) ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de un tejido. 2 Aplicación de un remedio para corregir o evitar un mal o problema social. 3 MEDICINA Instrumento o sustancia usados en cirugía para eliminar… … Enciclopedia Universal
termocauterio — ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de una herida o de dos tejidos mediante la aplicación de calor. 2 MEDICINA Aparato que se usa para termocauterizar. * * * termocauterio (de «termo » y «cauterio») m. Utensilio para cauterizar de… … Enciclopedia Universal
καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι … Dictionary of Greek
καυτηρίδιον — καυτηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυτήριον … Dictionary of Greek