καυτήρ

καυτήρ

καυτήρ, ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυτήρ — burner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρα — καυτήρ burner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρες — καυτήρ burner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρι — καυτήρ burner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρος — καυτήρ burner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρσι — καυτήρ burner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρσιν — καυτήρ burner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήρων — καυτήρ burner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”