- κατ-αῤῥωδέω
κατ-αῤῥωδέω, ion. = κατοῤῥωδέω, sich fürchten, absol. u. mit dem acc., Her. 1, 34. 7, 38. 139 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αῤῥωδέω, ion. = κατοῤῥωδέω, sich fürchten, absol. u. mit dem acc., Her. 1, 34. 7, 38. 139 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και … Dictionary of Greek