- καταῤ-ῥυπαίνω
καταῤ-ῥυπαίνω, beschmutzen, beflecken, gew. übtr.; ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι τὴν αὑτοῠ πατρῴαν ἑστίαν Plat. Legg. XI, 919 e; ταῖς κατηγορίαις ταύταις καταρυπανεῖν (so bei Bekker) τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας Isocr. 12, 63; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.