- κατά-δυσις
κατά-δυσις, ἡ, das Untertauchen, Untergehen, Sp., bes. von den Gestirnen; das Hinabsteigen, εἴς τι, Luc. V. H. 1, 33. – Schlupfwinkel, τοῦ ὄφεως Ath. XI, 477 d; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-δυσις, ἡ, das Untertauchen, Untergehen, Sp., bes. von den Gestirnen; das Hinabsteigen, εἴς τι, Luc. V. H. 1, 33. – Schlupfwinkel, τοῦ ὄφεως Ath. XI, 477 d; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύση — η (AM δύσις) 1. η κάθοδος τού ήλιου ή άλλων ουράνιων σωμάτων στον ορίζοντα, το βασίλεμα 2. το σημείο τού ορίζοντα όπου εξαφανίζεται ο ήλιος 3. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η δύση 4. παρακμή, κατάπτωση, τέλος («η δύση τού αρχαίου κόσμου»)… … Dictionary of Greek
Κορρές, Μανόλης — I (Σίφνος 1922 – 1998). Θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε οικονομικά και νομικά, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή θεατρικών έργων και, κατά δεύτερο λόγο, με τη λαογραφία. Το πρώτο θεατρικό έργο του, Παπαδόπουλος και Σία, παρουσιάστηκε με μεγάλη … Dictionary of Greek