- κατά-γλισχρος
κατά-γλισχρος, ganz klebrig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-γλισχρος, ganz klebrig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίγλισχρος — ον, Α πολύ γλοιώδης, κολλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλισχρός (< γλίσχρος «πενιχρός»), πρβλ. κατά γλισχρος] … Dictionary of Greek
λίσχρος — λίσχρος, ὁ (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «λίσχρος φειδωλός» 2. στον πληθ. οἱ λίσχροι φυτά τα οποία αναστρέφονται με το άροτρο από τους γεωργούς μέσα στη γη για να κάνουν το χώμα πλουσιότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με τη δεύτερη σημασία του… … Dictionary of Greek