- κατά-κλαυσις
κατά-κλαυσις, ἡ, das Beweinen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κλαυσις, ἡ, das Beweinen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρακλαυσίθυρον — τὸ, Α λυπητερό ερωτικό άσμα, γεμάτο πάθος, το οποίο τραγουδούσε ο εραστής έξω από την πόρτα τής αγαπημένης του κατά τη διάρκεια τής νύχτας («ᾄδειν τὸ παρακλαυσίθυρον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + θύρα] … Dictionary of Greek