- κατ-άγχω
κατ-άγχω, erwürgen, stranguliren, Sp. auch übertr., wie Hesych. erkl. κωλύειν, κατέχειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άγχω, erwürgen, stranguliren, Sp. auch übertr., wie Hesych. erkl. κωλύειν, κατέχειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάγχυ — (Α) επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. τού πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. *πάγ χι (< παν , βλ. λ. πας + μόριο χι, πρβλ. ᾗχι, ναί χι) και τού ληκτικού τού… … Dictionary of Greek
αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… … Dictionary of Greek
κατάγχω — (AM) 1. πνίγω, στραγγαλίζω 2. εκβιάζω με πολύ πιεστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄγχω «πιέζω, στραγγαλίζω»] … Dictionary of Greek