κατά-γυνος

κατά-γυνος

κατά-γυνος, dasselbe; so ist nach mss. bei Arist. de mirab. 88 καταγύνους für καταγύναικας hergestellt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογυνία — η, Ν 1. βιολ. τύπος διαδοχικού ερμαφροδιτισμού κατά τον οποίο ο οργανισμός περνά από δύο διαδοχικά στάδια, αρχικά θηλυκό και κατόπιν αρσενικό 2. βοτ. φαινόμενο που παρατηρείται στα ερμαφρόδιτα άνθη και κατά το οποίο ο στύλος, το θηλυκό… …   Dictionary of Greek

  • υπόγυνος — η, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. το υπόγυνο το μέρος τού άνθους κάτω από την ωοθήκη 2. φρ. «υπόγυνο άνθος» βοτ. η αντιπροσωπευτικότερη μορφή διάταξης τών μερών τού άνθους, κατά την οποία οι σπόνδυλοι τών ανθικών τμημάτων, δηλαδή τα σέπαλα, τα πέταλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”