- κατά-κρυψις
κατά-κρυψις, ἡ, das Verbergen, Verheimlichen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κρυψις, ἡ, das Verbergen, Verheimlichen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek