- κατά-ξυλος
κατά-ξυλος, mit Holz versehen, Erkl. von ἄξυλος, Schol. Il. 11, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-ξυλος, mit Holz versehen, Erkl. von ἄξυλος, Schol. Il. 11, 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίξυλος — ον, Μ (για λόφο) γεμάτος δέντρα, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξυλος (< ξύλον), πρβλ. κατά ξυλος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek