κατ-άμπελος

κατ-άμπελος

κατ-άμπελος, reich mit Weinstöcken versehen, χώρα Strab. IV, 179.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • κατάμπελος — κατάμπελος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά αμπέλια («χώραν δ ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. υπ άμπελος] …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Αμπελιδίδες — ή Αμπελίδες, οι Βοτ. οικογένεια Δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών Ραμνωδών, που περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα αναρριχώμενα, με έλικες απλές ή διακλαδισμένες, περιελισσόμενες ή με απτικούς δίσκους και διαταγμένες αντίθετα στα φύλλα, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… …   Dictionary of Greek

  • Γαύδου, κοινότητα — Κοινότητα (98 κάτ.) του νομού Χανίων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει τους οικισμούς Άμπελος, Βατσιανά, Καραβέ, Καστρί, Φώκια και Γαυδοπούλα (νησίδα). Στη Γαύδο κατέφευγαν πολλοί Κρητικοί που καταδιώκονταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”