- κατά-ψυξις
κατά-ψυξις, ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-ψυξις, ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάψυξις — μετάψυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεταπνοή», ανάκτηση τής αναπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψῦξις, κατά τον Ησύχ. «πνοή»] … Dictionary of Greek
ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… … Dictionary of Greek