- κατ-άχλῡσις
κατ-άχλῡσις, ἡ, Umnebelung, Verfinsterung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άχλῡσις, ἡ, Umnebelung, Verfinsterung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάχλυσις — κατάχλυσις, ύσεως, ἡ (Μ) ζόφωση, επισκότηση, σκοτείνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχλυσις (< ἀχλύω «σκοτεινιάζω»)] … Dictionary of Greek