- προβάτημα
προβάτημα, τό, = πρόβατον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβάτημα, τό, = πρόβατον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβάτημα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το πρόβατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον, κατά τα κτήματα, βοσκήματα] … Dictionary of Greek
προβατήματα — προβάτημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek