προβάτιον

προβάτιον

προβάτιον, τό, dim. von πρόβατον, Schäfchen; Ar. Plut. 293. 299, Plat. Phaedr. 259 a; Xen. An. 6, 1, 22, wo Krüger πρόβατα schreibt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβάτιον — little sheep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάτιον — τὸ, Α [πρόβατον] 1. μικρό πρόβατο, προβατάκι 2. ερίφιο, κατσικάκι …   Dictionary of Greek

  • προβατίοις — προβάτιον little sheep neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατίου — προβάτιον little sheep neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατίων — προβάτιον little sheep neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατίῳ — προβάτιον little sheep neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάτια — προβάτιον little sheep neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NACCAE — Varroni, Festo et Paulo vulgo Fullones dicti, quod omnia fere opera ex lana, nacae dicantur a Graecis. Νάκη enim et νάκος, pro caprae pelle, palam usurpatur Homero Odyss. ξ. v. 530. et Theocrito Idyll. 5. pro ovillo vellere, Simonidi. Quô quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”