κατά-πρεμνος

κατά-πρεμνος

κατά-πρεμνος, mit vielen Stämmen, Hesych. erkl. κατάκλαδος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόπρεμνος — μονόπρεμνος, ον (Μ) αυτός που έχει μόνο μία ρίζα ή ένα θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πρέμνος «ρίζα, κορμός» (πρβλ. κατά πρεμνος, πολύ πρεμνος)] …   Dictionary of Greek

  • υπόπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει αποκάτω πρέμνο («δεῑ δὲ ὑπόρριζον εἶναι... τὸ παρασπώμενον ἢ ὑπόπρεμνον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρεμνος (< πρέμνον «στέλεχος, βάση, βάθρο»), πρβλ. κατά πρεμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”