κατ-ονίνημι

κατ-ονίνημι

κατ-ονίνημι (s. ὀνίνημι), nützen, wohl nur im med., σαυτῆς κατόναιο, Nutzen haben, genießen, Ar. Eccl. 917.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”