- κατηβολή
κατηβολή, ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατηβολή, ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… … Dictionary of Greek
κατηβολή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηβολώ — κατηβολῶ, έω (Α) [κατηβολή] 1. πεθαίνω ξαφνικό παροξυσμό 2. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
κατηβολῇσι — κατηβολέω swoon pres subj act 3rd sg (epic) κατηβολή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηβολέων — κατηβολέω swoon pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κατηβολή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)