- κατ-οικισμός
κατ-οικισμός, ὁ, dasselbe; Plat. Legg. III, 683 a; τῶν ἐϑνῶν Arist. Heteor. 1, 14; χώρας Plut. Timol. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οικισμός, ὁ, dasselbe; Plat. Legg. III, 683 a; τῶν ἐϑνῶν Arist. Heteor. 1, 14; χώρας Plut. Timol. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σταυροβρύση — Οικισμός (116 κάτ., υψόμ. 850 μ.). Ανήκει διοικητικά στην κοινότητα Ελάτης, της επαρχίας Άρτας, του ομώνυμου νομού. Σταυροδρόμι. Όνομα εφτά οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (192 κάτ., υψόμ. 300 μ.) στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
Σηρικάρι — Οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.), έδρα της ομώνυμης κοινότητας (158 κάτ.), της επαρχίας Κισσάμου, του νομού Χανίων. Διοικητικά υπάγονται σ’ αυτήν τα Κιολιανά (19 κάτ.), οι Κωστογιάννηδες και τα Σινενιανά (52 κάτ.) … Dictionary of Greek
Σίλλη — Οικισμός της επαρχίας Δράμας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της κοινότητας (577 τ. χλμ., 125 κάτ.) στην οποία ανήκει και το χωριό Πρασινάδα (125 κάτ.) … Dictionary of Greek
Σκιλλουντία — Οικισμός (357 κάτ., υψόμ. 300 μ.), έδρα της ομώνυμης κοινότητας (402 κάτ.) της επαρχίας Ολυμπίας, του νομού Ηλείας … Dictionary of Greek
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γιοφύρι — Οικισμός (2 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. * * * το βλ. γεφύρι … Dictionary of Greek
γλύφα — Οικισμός (υψόμ. 40 μ., 33 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων. * * * η [γλυφός] η γλυφάδα … Dictionary of Greek
γούρνα — Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η (Μ γούρνα) 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος 2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. λεκάνη για πλύσιμο 2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου… … Dictionary of Greek
διασταύρωση — Οικισμός (47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευβοίας. * * * η (Α διασταύρωσις, εως) η συνάντηση δύο γραμμών, δρόμων κ.λπ. σε ορθή ή περίπου ορθή γωνία νεοελλ. 1. το σημείο συνάντησης τών γραμμών … Dictionary of Greek
ελάνη — Οικισμός (30 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας. * * * ἑλάνη και ἑλένη, η (Α) 1. λαμπάδα 2. δέσμη από καλάμια … Dictionary of Greek
θέρμα — Οικισμός (574 κάτ.) του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * (I) θέρμα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. τού θέρμη*. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν]. (II) τα θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek