- κατ-οικιστής
κατ-οικιστής, ὁ, der Ansiedler, Gründer einer Colonie, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οικιστής, ὁ, der Ansiedler, Gründer einer Colonie, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μακρινίτσα — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι χτισμένος σε απότομη πλαγιά του Πηλίου, στην οποία αφθονούν τα νερά και η πυκνή βλάστηση, με μοναδική θέα προς τον Παγασητικό κόλπο, γι’ αυτό και έχει … Dictionary of Greek
Μίλατος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται ΒΔ προς τα παράλια του κόλπου των Μαλιών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. Ιστορία. Η Μ. είναι χτισμένη στην περιοχή της ομώνυμης αρχαίας … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… … Dictionary of Greek
Άβδηρα — I Αρχαία πόλη της Θράκης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέστου. Το όνομα Αβδηρίτης στην αρχαιότητα ήταν συνώνυμο με το ανόητος, βλάκας, χωρίς να είναι γνωστό για ποιον ακριβώς λόγο. Παρ’ όλα αυτά, τα Ά. ήταν η πατρίδα των φιλοσόφων Δημοκρίτου,… … Dictionary of Greek
Λύρκεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 511 κάτ.) στην πρώην επαρχεία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 34 χλμ. ΒΔ του Ναυπλίου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λυρκείας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κάτω Μπέλεσι. Ιστορία. Η Λ.… … Dictionary of Greek
Μαρώνεια — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Θράκης. Βρισκόταν στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίσμαρος, στον όρμο του Αγίου Χαραλάμπους. Μυθολογικός οικιστής της θεωρείται ο Μάρων (βλ. λ.). Η Μ. ιδρύθηκε από αποίκους της Χίου, στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek