- κατ-οσφραίνομαι
κατ-οσφραίνομαι, verstärktes simplex, τινός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οσφραίνομαι, verstärktes simplex, τινός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek