- κατ-ορέγομαι
κατ-ορέγομαι, streben wonach, τινός, Simplic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ορέγομαι, streben wonach, τινός, Simplic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… … Dictionary of Greek