- κατ-οργανίζω
κατ-οργανίζω τῆς ἐρημίας, die Einsamkeit durch Gesang und Spiel (auf Instrumenten, ὄργανα) erheitern, Apollonds. 25 (IX, 264).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οργανίζω τῆς ἐρημίας, die Einsamkeit durch Gesang und Spiel (auf Instrumenten, ὄργανα) erheitern, Apollonds. 25 (IX, 264).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργανίζω — (Α ὀργανίζω) οργανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι οργανίζω, κατ οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός] … Dictionary of Greek
κατοργανίζω — (Α) διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι οργανίζω] … Dictionary of Greek