- κατ-οργιάζω
κατ-οργιάζω, in die Orgien oder Mysterien einweihen, Sp.; zu den Mysterien vorbereiten, κατοργιάσας καὶ καϑοσιώσας τὴν πόλιν καϑαρμοῖς Plut. Sol. 12; vgl. Luc. tragod. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οργιάζω, in die Orgien oder Mysterien einweihen, Sp.; zu den Mysterien vorbereiten, κατοργιάσας καὶ καϑοσιώσας τὴν πόλιν καϑαρμοῖς Plut. Sol. 12; vgl. Luc. tragod. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοργιάζω — (Α) 1. μυώ κάποιον στα όργια ή τα μυστήρια τα σχετικά με τη λατρεία, καταρτίζω κάποιον στις τελετές τών μυστηρίων («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek