προ-αθλέω

προ-αθλέω

προ-αθλέω, früher, vorher kämpfen, Euseb.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προηθληκόσιν — προη̱θληκόσιν , πρό ἀθλέω having contended with perf part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηθληκότας — προη̱θληκότας , πρό ἀθλέω having contended with perf part act masc acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηθληκότος — προη̱θληκότος , πρό ἀθλέω having contended with perf part act masc/neut gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηθληκότων — προη̱θληκότων , πρό ἀθλέω having contended with perf part act masc/neut gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”