- κατα-λιχνεύω
κατα-λιχνεύω, vernaschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-λιχνεύω, vernaschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τένθης — ὁ, Α 1. λαίμαργος («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λωποδύται, μοιχοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. τένδω*, αν δεχθεί κανείς τη σημ. «εσθίω, λιχνεύω» (βλ. λ. τένδω)] … Dictionary of Greek