- κατα-λευκαίνω
κατα-λευκαίνω, ganz weiß machen, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-λευκαίνω, ganz weiß machen, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταλευκαῖνον — κατά λευκαίνω make white pres part act masc voc sg κατά λευκαίνω make white pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνει — κατά λευκαίνω make white pres ind mp 2nd sg κατά λευκαίνω make white pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνουσιν — κατά λευκαίνω make white pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά λευκαίνω make white pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνειν — κατά λευκαίνω make white pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνεσθαι — κατά λευκαίνω make white pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνεται — κατά λευκαίνω make white pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνοντες — κατά λευκαίνω make white pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνοντος — κατά λευκαίνω make white pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνουσαι — κατά λευκαίνω make white pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλευκαίνων — κατά λευκαίνω make white pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek