- κατα-νίπτης
κατα-νίπτης, ὁ, der Abwaschende, B. A. 269, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-νίπτης, ὁ, der Abwaschende, B. A. 269, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσονίπτης — κυσονίπτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + νίπτης (< νίπτω), πρβλ. κατα νίπτης] … Dictionary of Greek