κατα-ξέω

κατα-ξέω

κατα-ξέω (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισϑῇ καὶ καταξεσϑῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταξέσαι — κατά ξέω shave aor inf act καταξέσαῑ , κατά ξέω shave aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέξεον — κατά ξέω shave imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) κατά ξέω shave imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέξεσαν — κατά , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατά , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατά ξέω shave aor ind act 3rd pl κατά ἔξεστι it is allowed …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξέσεις — κατά ξέω shave aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξέσηται — κατά ξέω shave aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξέσωσι — κατά ξέω shave aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέξεε — κατά ξέω shave imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξέσας — καταξέσᾱς , κατά ξέω shave aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”