κατα-νέω

κατα-νέω

κατα-νέω (s. νέω), ausspinnen, Hesych. S. auch κατανήω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • νεώ — (I) νεῶ, άω (Α) 1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ άμφοτέρας τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ὑποκατανένευκε — ὑπό , κατά νέω 1 swim perf imperat act 2nd sg ὑπό , κατά νέω 1 swim perf ind act 3rd sg ὑπό κατανεύω nod assent perf imperat act 2nd sg ὑπό κατανεύω nod assent perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεννεῖς — κατά , ἐν νέω swim pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἐν νέω 1 swim pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἐν νέω 2 spin pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἐν νέω 3 heap pres ind act 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακαταπονούμενον — διά , κατά , ἀπό νέω swim pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό νέω swim pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό ὀνέομαι D Mort. pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νόα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πηγή». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ», άποψη που δεν φαίνεται πειστική (βλ. λ. νέω [Ι]). Περισσότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το Νῆστις*] …   Dictionary of Greek

  • PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”