- κατα-βλᾱκεύω
κατα-βλᾱκεύω, aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βλᾱκεύω, aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβεβλακευμένον — καταβεβλᾱκευμένον , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc acc sg καταβεβλᾱκευμένον , κατά βλακεύω to be slack perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβλακευμένοις — καταβεβλᾱκευμένοις , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβλακευμένως — καταβεβλᾱκευμένως , κατά βλακεύω to be slack perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβλακεύετο — κατεβλᾱκεύετο , κατά βλακεύω to be slack imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβλακεύσαμεν — κατεβλᾱκεύσαμεν , κατά βλακεύω to be slack aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)