- προ-αλείφω
προ-αλείφω (s. ἀλείφω), vorher salben; Schol. Il. 2, 44; Ath. III, 90 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αλείφω (s. ἀλείφω), vorher salben; Schol. Il. 2, 44; Ath. III, 90 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαληλιμμένα — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp neut nom/voc/acc pl προαληλιμμένᾱ , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp fem nom/voc/acc dual προαληλιμμένᾱ , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp fem nom/voc sg (doric a … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλειψάμενον — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid masc acc sg προαλειψάμενον , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλείψαντα — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part act neut nom/voc/acc pl προαλείψαντα , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαληλιμμένον — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp masc acc sg προαληλιμμένον , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλειφομένοις — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλειψαμένους — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλειψαμένῳ — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλειψάμενος — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλείφειν — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλείφεις — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλείφεσθαι — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)