προ-αλγέω

προ-αλγέω

προ-αλγέω, vorher od. voraus Schmerz empfinden; Hippocr.; Arist. H. A. 7, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προηλγηκότα — πρό ἀλγέω feel bodily pain perf part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προηλγηκότα , πρό ἀλγέω feel bodily pain perf part act masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηλγηκότες — πρό ἀλγέω feel bodily pain perf part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηλγηκότι — πρό ἀλγέω feel bodily pain perf part act masc/neut dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”