- κατα-δερματόω
κατα-δερματόω, das Fell abziehen, abhäuten, Hesych, Eckk. von καταῤῥινάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δερματόω, das Fell abziehen, abhäuten, Hesych, Eckk. von καταῤῥινάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδεδερματωμένον — κατά δερματόω to be turned into hide perf part mp masc acc sg κατά δερματόω to be turned into hide perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)