κατα-μαντεύομαι

κατα-μαντεύομαι

κατα-μαντεύομαι, wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλειδομαντεία — η (κυρίως κατά τον μεσαίωνα) είδος τεχνητής μαντείας με κλειδί η οποία γίνεται κατά διαφόρους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + μαντεία (< μαντεία < μαντεύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”