- κατα-βατεύω
κατα-βατεύω, darauf treten, betreten, beim Schol. Soph. O. C. 467 Erkl. von καταστείβω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βατεύω, darauf treten, betreten, beim Schol. Soph. O. C. 467 Erkl. von καταστείβω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
κατεβάτευσας — κατά βατεύω trample aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχεύω — (Α) 1. βάζω τα ζώα να βατευθούν («τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγω», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατοχεύει πηδᾷ, ἐπικάθηται» 3. (αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) κατωχευμένος (για φυτά) γονιμοποιημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχεύω «βατεύω»] … Dictionary of Greek