- κατα-βασκαίνω
κατα-βασκαίνω, behexen, Plut. Symp. 5, 7, 1 ff.; καί σε τῇ ϑέᾳ καταβασκήνας Heliod. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βασκαίνω, behexen, Plut. Symp. 5, 7, 1 ff.; καί σε τῇ ϑέᾳ καταβασκήνας Heliod. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβασκαίνουσιν — κατά βασκαίνω bewitch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά βασκαίνω bewitch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασκαίνω — κατά βασκαίνω bewitch pres subj act 1st sg κατά βασκαίνω bewitch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασκαινόμενα — κατά βασκαίνω bewitch pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασκαίνειν — κατά βασκαίνω bewitch pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασκήνας — καταβασκήνᾱς , κατά βασκαίνω bewitch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
βασκαντήρα — η και βασκαντήρι, το [βασκαίνω] 1. φυλαχτό κατά της βασκανίας 2. ονομασία διαφόρων φυτών, βάλσαμο κ.λπ., που θεωρούνται ότι προστατεύουν από τη βασκανία … Dictionary of Greek