- κατα-βαπτίζω
κατα-βαπτίζω, untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέϑης, λύπης καταβαπτίζεσϑαι, τὸν νοῦν καταβαπτισϑείς, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βαπτίζω, untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέϑης, λύπης καταβαπτίζεσϑαι, τὸν νοῦν καταβαπτισϑείς, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβεβαπτισμένων — κατά βαπτίζω dip perf part mp fem gen pl κατά βαπτίζω dip perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβαπτίσθην — κατά βαπτίζω dip aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατά βαπτίζω dip aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβαπτισμένη — κατά βαπτίζω dip perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβαπτισμένης — κατά βαπτίζω dip perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβαπτισμένοι — κατά βαπτίζω dip perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβαπτισμένος — κατά βαπτίζω dip perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβαπτισμένῳ — κατά βαπτίζω dip perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβάπτισται — κατά βαπτίζω dip perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβάπτιστο — κατά βαπτίζω dip plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβαπτίσθη — κατά βαπτίζω dip aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεβαπτίσθησαν — κατά βαπτίζω dip aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)