κατα-κάρπιον

κατα-κάρπιον

κατα-κάρπιον, τό, Fruchtgehäuse, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρπίον — καρπίον, τὸ (AM) [καρπός (Ι)] μσν. το φυτό ελλέβορος αρχ. 1. μικρός καρπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία κλονία», τα ισχία …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”