- κατα-κάρπωσις
κατα-κάρπωσις, ἡ, das Verbrennen der Fruchtopfer; bei LXX. die Asche der verbrannten Fruchtopfer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κάρπωσις, ἡ, das Verbrennen der Fruchtopfer; bei LXX. die Asche der verbrannten Fruchtopfer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… … Dictionary of Greek
τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… … Dictionary of Greek