- προ-νοτίζω
προ-νοτίζω, vorher benetzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-νοτίζω, vorher benetzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προνενοτισμένον — πρό νοτίζω moisten perf part mp masc acc sg πρό νοτίζω moisten perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέγγω — Α νοτίζω, υγραίνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek